- Πατανίων
- ὁ, Αόνομα ενός μαγείρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατάνη «είδος ρηχού πιάτου» + επίθημα -ίων (πρβλ. Κρον-ίων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατανίων — πατάνιον flat dish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)